αρχαιόγονος

αρχαιόγονος
ἀρχαιόγονος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από αρχαίο γένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀρχαιόγονος — of ancient race masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιόγονον — ἀρχαιόγονος of ancient race masc/fem acc sg ἀρχαιόγονος of ancient race neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιογόνου — ἀρχαιόγονος of ancient race masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιογόνων — ἀρχαιόγονος of ancient race masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιογονία — η (Μ ἀρχαιογονία) [αρχαιόγονος] η αρχή κάποιου γένους, η αρχαία καταγωγή …   Dictionary of Greek

  • ՍԿԶԲՆԱԾԻՆ — ( ) NBH 2 0719 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c, 13c ա. ἁρχίγονος primigenus. Նախծին. զառաջինն ծնեալ կամ ʼիվեր երեւալ. նախկին. առաջին. *Գիտեմ եւ այլ լոյս, որով սկզբնածինն վերացաւ խաւար, եւ կամ հատաւ: Սկզբնածինն լուծաւ խաւար:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”